τρυβλίω

τρυβλίω
τρύβλιον
cup. bowl
neut nom/voc/acc dual
τρύβλιον
cup. bowl
neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυβλίῳ — τρύβλιον cup. bowl neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποψώμαι — ἐποψῶμαι, άομαι (Α) 1. τρώω κάτι μαζί με το ψωμί («τοῡτον δεῑ τὸν ζωμόν... ἐποψᾱσθαι») 2. τρώω το φαγητό μου μέσα σε... («ἐποψῶμαι τρυβλίῳ εὐτελεῑ» τρώω το φαγητό μου μέσα σε φτωχικό πιάτο). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οψώμαι «τρώγω ως προσφάι» (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”